φυσηματιά

φυσηματιά
η, Ν
φύσημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύσημα, φυσήματος + κατάλ. -ιά (πρβλ. λαβωματ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φυσηματιά — η φυσηξιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φύσημα — το, ατος 1. η δημιουργία ρεύματος αέρα, η παραγωγή αέρα, η πνοή ανέμου. 2. η εκτόξευση προς κάποια κατεύθυνση ρεύματος αέρα με φυσητήρα (βλ. λ.) ή με το στόμα ή με τα ρουθούνια, φυσηξιά, φυσηματιά. 3. (ιατρ.), χαρακτηριστικός παθολογικός ήχος που …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”